- κράδῳ
- κράδοςblight in fig-treesmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραδώ — (I) κραδῶ, άω (Α) κραδαίνω («οξὺ δόρυ κραδάων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κράδη]. (II) κραδῶ, άω (Α) (για δένδρο) πάσχω από τη νόσο κράδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μετονοματικό παρ. τού κράδη] … Dictionary of Greek
κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… … Dictionary of Greek
επικραδώ — ἐπικραδῶ, άω (Α) [κραδώ] σείω, κινώ … Dictionary of Greek
κραδαίνω — (AM κραδαίνω) 1. δονώ, πάλλω κάτι με δύναμη, ταρακουνώ (α. «ἐφαίνετο Παλλὰς κραδαίνουσ ἔγχος», Ευρ. β. «ἔσειεν ὁ θεὸς τῆς ἡμέρας πολλάκις... τὸ γὰρ ἔδαφος ἐκραδαίνετο», Συνέσ.) 2. προκαλώ ανησυχία και ταραχή («τοὺς πέραν βακτρίων Ἰνδοὺς ἐφόβησε… … Dictionary of Greek